Μετάβαση στο περιεχόμενο

ready

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός ready
συγκριτικός readier
υπερθετικός readiest

ready (en)

  • (όχι πριν από το ουσιαστικό) έτοιμος, ετοιμάζω, πλήρως προετοιμασμένος για αυτό που πρόκειται να κάνω και μπορώ να το ξεκινήσω αμέσως
      I am ready for work/for a trip/to act.
    Είμαι έτοιμος για δουλειά/για ταξίδι/να ενεργήσω.
      I was not ready for something like this.
    Δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο.
      I was ready to leave when…
    Ήμουν έτοιμος να φύγω όταν…
      I am getting the kids ready for school.
    Ετοιμάζω τα παιδιά για το σχολείο.
      Get ready! - Ετοιμάσου!
      I will get ready in 5 minutes.
    Θα ετοιμαστώ σε 5 λεπτά.
      I will get ready as fast as I can.
    Θα ετοιμαστώ όσο πιο γρήγορα μπορώ.
      Suddenly, as we were getting ready, a torrential downpour started.
    Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόμαστε, άρχισε μία καταρρακτώδης βροχή.
     συνώνυμα:  prepared και set

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ready (en)

  • (χρησιμοποιείται πριν από παθητική μετοχή, ειδικά σε σύνθετες) έτοιμος, που έχει ήδη ολοκληρωθεί
      ready-made clothes - έτοιμα ρούχα
ενεστώτας ready
γ΄ ενικό ενεστώτα readies
αόριστος readied
παθητική μετοχή readied
ενεργητική μετοχή readying

ready (en)

  • (μεταβατικό, επίσημο) ετοιμάζω κάποιον ή κάτι για κάτι ή ετοιμάζομαι
      I am readying the kids for school.
    Ετοιμάζω τα παιδιά για το σχολείο.
      They were readying (themselves) for war.
    Ετοιμάζονταν για πόλεμο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη prepare